Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγανόφρων
ἀγᾱ́νωρ
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπᾱτός
ἀγαπάω
ἀγάπη
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπησις
ἀγαπητικός
ἀγαπητός
ἀγάρροος
ἀγάσσατο
ἀγάστονος
ἀγαστός
ἀγασώς
ἀγαυός
ἀγαυρός
ἀγάφθεγκτος
ἀγγᾱρεύω
View word page
ἀγαπητικός
ἀγαπητικόςή όνadjof a capacity of the soulconcerned with affectionPlu.

ShortDef

affectionate

Debugging

Headword:
ἀγαπητικός
Headword (normalized):
ἀγαπητικός
Headword (normalized/stripped):
αγαπητικος
IDX:
4279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4280
Key:
ἀγαπητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγαπητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγαπητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a capacity of the soul</Indic><Tr>concerned with affection</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγαπητικός'}