Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύομαι
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτριβή
ἀποτρῑ́βω
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀπότροπος
ἀπότροφος
ἀποτρῡ́χω
ἀποτρῡ́ω
ἀποτρώγω
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
View word page
ἀποτριβή
ἀποτριβήῆςfἀποτρῑ́βω wear and tearw.gen.of a ship's tackleD.damageto plants on rocks, fr. climbersPlu.

ShortDef

rubbing away, wearing out, depreciation

Debugging

Headword:
ἀποτριβή
Headword (normalized):
ἀποτριβή
Headword (normalized/stripped):
αποτριβη
IDX:
426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-427
Key:
ἀποτριβή

Data

{'headword_display': '<b>ἀποτριβή</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀποτριβή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀποτρῑ́βω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wear and tear<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a ship's tackle</Expl></Tr><Au>D.</Au><nS2><Tr>damage<Expl>to plants on rocks, fr. climbers</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>", 'key': 'ἀποτριβή'}