Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμφίρρυτος
ἀμφιρρώξ
ἀμφίς
ἀμφίσβαινα
ἀμφισβασίη
ἀμφισβητέω
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγᾱ́νωρ
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπᾱτός
ἀγαπάω
ἀγάπη
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπησις
View word page
ἀγανοφροσύνη
ἀγανοφροσύνηηςfἀγανόφρων gentle characterof a personHom.

ShortDef

gentleness, kindliness

Debugging

Headword:
ἀγανοφροσύνη
Headword (normalized):
ἀγανοφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αγανοφροσυνη
IDX:
4268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4269
Key:
ἀγανοφροσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ἀγανοφροσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγανοφροσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀγανόφρων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>gentle character<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>Hom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγανοφροσύνη'}