Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμφίπυλος
ἀμφίπυρος
ἀμφίρρυτος
ἀμφιρρώξ
ἀμφίς
ἀμφίσβαινα
ἀμφισβασίη
ἀμφισβητέω
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγᾱ́νωρ
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπᾱτός
ἀγαπάω
ἀγάπη
ἀγάπημα
View word page
ἀγαν-όμματος
ἀγαν-όμματοςονadjὄμμα of Mnemosynewith gentlekindly eyesScol.

ShortDef

mild-eyed

Debugging

Headword:
ἀγανόμματος
Headword (normalized):
ἀγανόμματος
Headword (normalized/stripped):
αγανομματος
IDX:
4266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4267
Key:
ἀγανόμματος

Data

{'headword_display': '<b>ἀγαν-όμματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγαν-όμματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄμμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Mnemosyne</Indic><Tr>with gentle<or/>kindly eyes</Tr><Au>Scol.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγανόμματος'}