Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμφίπεδος
ἀμφιπέλομαι
ἀμφιπένομαι
ἀμφιπερικτίονες
ἀμφιπεριστείνομαι
ἀμφιπεριστέφομαι
ἀμφιπεριστρωφάω
ἀμφιπεριφθινύθω
ἀμφιπιάζω
ἀμφιπίπτω
ἀμφιπίτνω
ἀμφίπλεκτος
ἀμφιπλέκω
ἀμφίπληκτος
ἀμφιπλήξ
ἀμφιπολεύω
ἀμφιπολέω
Ἀμφίπολις
ἀμφίπολος
ἀμφιπονέομαι
ἀμφιπόρφυρος
View word page
ἀμφι-πίτνω
ἀμφι-πίτνωvb fall down and claspsomeone's knees and handsin supplicationE.

ShortDef

fall upon and embrace

Debugging

Headword:
ἀμφιπίτνω
Headword (normalized):
ἀμφιπίτνω
Headword (normalized/stripped):
αμφιπιτνω
IDX:
4241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4242
Key:
ἀμφιπίτνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφι-πίτνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀμφι-πίτνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fall down and clasp</Tr><Obj>someone's knees and hands<Expl>in supplication</Expl><Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀμφιπίτνω'}