Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμφιμάρπτω
ἀμφιμάσχαλος
ἀμφιμᾱ́τωρ
ἀμφιμάχομαι
ἀμφιμέλᾱς
ἀμφιμῡκάομαι
ἀμφινάω
ἀμφινεικής
ἀμφινείκητος
ἀμφινέμομαι
ἀμφινοέω
ἀμφινωμάω
ἀμφιξέω
Ἀμφῑόνιος
ἀμφιπαλῡ́νω
ἀμφίπεδος
ἀμφιπέλομαι
ἀμφιπένομαι
ἀμφιπερικτίονες
ἀμφιπεριστείνομαι
ἀμφιπεριστέφομαι
View word page
ἀμφι-νοέω
ἀμφι-νοέωcontr.vb be in two mindsS.

ShortDef

to think both ways, be in doubt

Debugging

Headword:
ἀμφινοέω
Headword (normalized):
ἀμφινοέω
Headword (normalized/stripped):
αμφινοεω
IDX:
4226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4227
Key:
ἀμφινοέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφι-νοέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀμφι-νοέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be in two minds</Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀμφινοέω'}