Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκτείνω
ἀπόκτισις
ἀποκυέω
ἀποκυλῑ́ω
ἀποκωκῡ́ω
ἀποκώλῡσις
ἀποκωλῡ́ω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολακτίζω
ἀπολακτισμός
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρῡ́νομαι
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
View word page
ἀπολακτισμός
ἀπολακτισμόςοῦm kicking awayw.gen.of one's life, periphr.ref. to dying w. violent spasmsA.

ShortDef

a kicking off

Debugging

Headword:
ἀπολακτισμός
Headword (normalized):
ἀπολακτισμός
Headword (normalized/stripped):
απολακτισμος
IDX:
41
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-42
Key:
ἀπολακτισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀπολακτισμός</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀπολακτισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>kicking away<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of one's life, periphr.ref. to dying w. violent spasms</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀπολακτισμός'}