Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποτῑ́μημα
ἀποτῑ́μησις
ἀπότῑμος
ἀποτινάσσω
ἀποτῑ́νυμαι
ἀποτίνω
ἀποτμήγω
ἀποτμήξ
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύομαι
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτριβή
ἀποτρῑ́βω
ἀποτρόπαιος
View word page
ἀποτομάς
ἀποτομάςάδοςfἀποτέμνω sliverof wood, used as a projectileTim.

ShortDef

abrupt, sheer

Debugging

Headword:
ἀποτομάς
Headword (normalized):
ἀποτομάς
Headword (normalized/stripped):
αποτομας
IDX:
418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-419
Key:
ἀποτομάς

Data

{'headword_display': '<b>ἀποτομάς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποτομάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀποτέμνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sliver<Expl>of wood, used as a projectile</Expl></Tr><Au>Tim.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποτομάς'}