Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξυνεείκοσι
ξῡνεωνίη
ξῡνήιος
ξῡνήων
ξυνν-
ξῡνός
ξυρέω
ξυρήκης
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυροφορέω
ξυρρ-
ξυστίς
ξυστόν
ξυστός
ξυστοφορέω
ξυστοφόρος
ξῡ̄́ω
View word page
ξυροφορέω
ξυροφορέωcontr.vb carry a razorAr.

ShortDef

carry a razor

Debugging

Headword:
ξυροφορέω
Headword (normalized):
ξυροφορέω
Headword (normalized/stripped):
ξυροφορεω
IDX:
41833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41834
Key:
ξυροφορέω

Data

{'headword_display': '<b>ξυροφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ξυροφορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>carry a razor</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ξυροφορέω'}