Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξυλουργικός
ξυλοφορέω
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξύλωσις
ξυμβ-
ξυν-
ξύν
ξῡνᾱ́ν
ξυνδείπνιον
ξυνεείκοσι
ξῡνεωνίη
ξῡνήιος
ξῡνήων
ξυνν-
ξῡνός
ξυρέω
ξυρήκης
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυροφορέω
View word page
ξυν-εείκοσι
ξυν-εείκοσιep.indecl.num.adjεἴκοσι twenty altogetherOd.

ShortDef

twenty together

Debugging

Headword:
ξυνεείκοσι
Headword (normalized):
ξυνεείκοσι
Headword (normalized/stripped):
ξυνεεικοσι
IDX:
41823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41824
Key:
ξυνεείκοσι

Data

{'headword_display': '<b>ξυν-εείκοσι</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξυν-εείκοσι</HL><PS>ep.indecl.num.adj</PS><Ety><Ref>εἴκοσι</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>twenty altogether</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξυνεείκοσι'}