Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
ξυλοφορέω
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξύλωσις
ξυμβ-
ξυν-
ξύν
ξῡνᾱ́ν
ξυνδείπνιον
ξυνεείκοσι
ξῡνεωνίη
ξῡνήιος
ξῡνήων
ξυνν-
ξῡνός
ξυρέω
View word page
ξυν-
ξυν-seeσυν-

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυν-
Headword (normalized):
ξυν-
Headword (normalized/stripped):
ξυν-
IDX:
41819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41820
Key:
ξυν-

Data

{'headword_display': '<b>ξυν-</b>', 'content': '<XE><RefFm>ξυν-</RefFm><XR>see<Ref>συν-</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ξυν-'}