Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
ξυλοφορέω
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξύλωσις
ξυμβ-
ξυν-
ξύν
ξῡνᾱ́ν
ξυνδείπνιον
ξυνεείκοσι
View word page
ξυλουργικός
ξυλουργικόςή όνadj of or relating to working in woodfem.sb.art of woodwork or carpentryPl.

ShortDef

of or for carpentry

Debugging

Headword:
ξυλουργικός
Headword (normalized):
ξυλουργικός
Headword (normalized/stripped):
ξυλουργικος
IDX:
41813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41814
Key:
ξυλουργικός

Data

{'headword_display': '<b>ξυλουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξυλουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>of or relating to working in wood</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of woodwork or carpentry</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ξυλουργικός'}