Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
ξυλοφορέω
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξύλωσις
ξυμβ-
ξυν-
ξύν
ξῡνᾱ́ν
ξυνδείπνιον
View word page
ξυλουργίᾱ
ξυλουργίᾱᾱςf woodworking, carpentryas a craftA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυλουργίᾱ
Headword (normalized):
ξυλουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ξυλουργια
IDX:
41812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41813
Key:
ξυλουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ξυλουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξυλουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>woodworking, carpentry<Expl>as a craft</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ξυλουργίᾱ'}