Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
ξυλοφορέω
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξύλωσις
ξυμβ-
ξυν-
ξύν
ξῡνᾱ́ν
View word page
ξυλοργέω
ξυλοργέωIon.contr.vbἔργον work in woodHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυλοργέω
Headword (normalized):
ξυλοργέω
Headword (normalized/stripped):
ξυλοργεω
IDX:
41811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41812
Key:
ξυλοργέω

Data

{'headword_display': '<b>ξυλοργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ξυλοργέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>work in wood</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ξυλοργέω'}