Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
ξυλοφορέω
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξύλωσις
ξυμβ-
ξυν-
View word page
ξυλο-κόπος
ξυλο-κόποςονadjξύλονκόπτω of an axefor chopping woodX.

ShortDef

hewing

Debugging

Headword:
ξυλοκόπος
Headword (normalized):
ξυλοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκοπος
IDX:
41809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41810
Key:
ξυλοκόπος

Data

{'headword_display': '<b>ξυλο-κόπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξυλο-κόπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ξύλον</Ref><Ref>κόπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an axe</Indic><Tr>for chopping wood</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξυλοκόπος'}