Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
ξυλοφορέω
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξύλωσις
ξυμβ-
View word page
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκοπίᾱᾱςf punishment of being clubbed to deathin the Roman armyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυλοκοπίᾱ
Headword (normalized):
ξυλοκοπίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκοπια
IDX:
41808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41809
Key:
ξυλοκοπίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ξυλοκοπίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξυλοκοπίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>punishment of being clubbed to death<Expl>in the Roman army</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ξυλοκοπίᾱ'}