Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
ξυλοφορέω
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
View word page
ξυλλ
ξυλλseeσυλλ-

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυλλ
Headword (normalized):
ξυλλ
Headword (normalized/stripped):
ξυλλ
IDX:
41806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41807
Key:
ξυλλ

Data

{'headword_display': '<b>ξυλλ</b>', 'content': '<XE><RefFm>ξυλλ<hyph/></RefFm><XR>see<Ref>συλλ-</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ξυλλ'}