Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
ξυλοφορέω
View word page
ξυλίζομαι
ξυλίζομαιmid.vb gather woodfor fuelX. Plu.

ShortDef

to gather wood

Debugging

Headword:
ξυλίζομαι
Headword (normalized):
ξυλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ξυλιζομαι
IDX:
41804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41805
Key:
ξυλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ξυλίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ξυλίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>gather wood<Expl>for fuel</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ξυλίζομαι'}