Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
ξυλουργικός
View word page
ξυλήφιον
ξυλήφιονουndimin.ξύλον small wooden writing-tabletPlb.

ShortDef

a piece of wood, a stick

Debugging

Headword:
ξυλήφιον
Headword (normalized):
ξυλήφιον
Headword (normalized/stripped):
ξυληφιον
IDX:
41803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41804
Key:
ξυλήφιον

Data

{'headword_display': '<b>ξυλήφιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξυλήφιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>ξύλον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>small wooden writing-tablet</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ξυλήφιον'}