Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπίᾱ
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοργέω
ξυλουργίᾱ
View word page
ξυληγέω
ξυληγέωcontr.vbἄγω import timberD.

ShortDef

to carry wood

Debugging

Headword:
ξυληγέω
Headword (normalized):
ξυληγέω
Headword (normalized/stripped):
ξυληγεω
IDX:
41802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41803
Key:
ξυληγέω

Data

{'headword_display': '<b>ξυληγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ξυληγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἄγω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>import timber</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ξυληγέω'}