Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλλ
View word page
ξουθό-πτερος
ξουθό-πτεροςονadjξουθόςπτερόν of a beewith hummingvibrating wingsE.

ShortDef

with tawny wings

Debugging

Headword:
ξουθόπτερος
Headword (normalized):
ξουθόπτερος
Headword (normalized/stripped):
ξουθοπτερος
IDX:
41796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41797
Key:
ξουθόπτερος

Data

{'headword_display': '<b>ξουθό-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξουθό-πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ξουθός</Ref><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bee</Indic><Tr>with humming<or/>vibrating wings</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξουθόπτερος'}