Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξιπομάκαιρα
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
View word page
ξιφουργός
ξιφουργόςοῦmἔργον sword-makerAr.

ShortDef

a sword-cutler

Debugging

Headword:
ξιφουργός
Headword (normalized):
ξιφουργός
Headword (normalized/stripped):
ξιφουργος
IDX:
41794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41795
Key:
ξιφουργός

Data

{'headword_display': '<b>ξιφουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξιφουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sword-maker</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ξιφουργός'}