Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξηροτροφικός
ξιπομάκαιρα
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
ξυλήφιον
View word page
ξιφουλκός
ξιφουλκόςόνadjἕλκω of a handdrawing a swordA.

ShortDef

drawing a sword

Debugging

Headword:
ξιφουλκός
Headword (normalized):
ξιφουλκός
Headword (normalized/stripped):
ξιφουλκος
IDX:
41793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41794
Key:
ξιφουλκός

Data

{'headword_display': '<b>ξιφουλκός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξιφουλκός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἕλκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hand</Indic><Tr>drawing a sword</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξιφουλκός'}