Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξηρότης
ξηροτροφικός
ξιπομάκαιρα
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
ξυλείᾱ
ξυληγέω
View word page
ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκίᾱᾱςfξιφουλκός drawing of a swordfr. the sheathPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξιφουλκίᾱ
Headword (normalized):
ξιφουλκίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ξιφουλκια
IDX:
41792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41793
Key:
ξιφουλκίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ξιφουλκίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξιφουλκίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ξιφουλκός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>drawing of a sword<Expl>fr. the sheath</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ξιφουλκίᾱ'}