Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξηροβατικός
ξηρός
ξηρότης
ξηροτροφικός
ξιπομάκαιρα
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
ξουθός
Ξοῦθος
ξυγγ-
ξυήλη
View word page
ξιφο-κτόνος
ξιφοκτόνοςονadjκτείνω of hands, a thrustdealing death by the swordS. E.

ShortDef

slaying with the sword

Debugging

Headword:
ξιφοκτόνος
Headword (normalized):
ξιφοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
ξιφοκτονος
IDX:
41790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41791
Key:
ξιφοκτόνος

Data

{'headword_display': '<b>ξιφο-κτόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξιφο<hyph/>κτόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hands, a thrust</Indic><Tr>dealing death by the sword</Tr><Au>S. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξιφοκτόνος'}