Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηροβατικός
ξηρός
ξηρότης
ξηροτροφικός
ξιπομάκαιρα
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξουθόπτερος
View word page
ξιφη-φόρος
ξιφηφόροςονadjφέρω of men, Justicesword-bearingE. of combat, a snareof sword-bearersA. E.

ShortDef

sword in hand

Debugging

Headword:
ξιφηφόρος
Headword (normalized):
ξιφηφόρος
Headword (normalized/stripped):
ξιφηφορος
IDX:
41786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41787
Key:
ξιφηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>ξιφη-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξιφη<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of men, Justice</Indic><Tr>sword-bearing</Tr><Au>E.</Au></aS1> <aS1><Indic>of combat, a snare</Indic><Tr>of sword-bearers</Tr><Au>A. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξιφηφόρος'}