Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξερόν
ξέσσα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηροβατικός
ξηρός
ξηρότης
ξηροτροφικός
ξιπομάκαιρα
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκίᾱ
ξιφουλκός
View word page
ξηροτροφικός
ξηροτροφικόςή όνadjτρέφωof a category of animal husbandryconcerned with the rearing of land animalsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξηροτροφικός
Headword (normalized):
ξηροτροφικός
Headword (normalized/stripped):
ξηροτροφικος
IDX:
41783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41784
Key:
ξηροτροφικός

Data

{'headword_display': '<b>ξηροτροφικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξηροτροφικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a category of animal husbandry</Indic><Tr>concerned with the rearing of land animals</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξηροτροφικός'}