Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξέσσα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηροβατικός
ξηρός
ξηρότης
ξηροτροφικός
ξιπομάκαιρα
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
View word page
ξηροβατικός
ξηροβατικόςή όνadjβαίνωof a category of animal husbandryconcerned with animals that walk on landPl.

ShortDef

walking on dry ground

Debugging

Headword:
ξηροβατικός
Headword (normalized):
ξηροβατικός
Headword (normalized/stripped):
ξηροβατικος
IDX:
41780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41781
Key:
ξηροβατικός

Data

{'headword_display': '<b>ξηροβατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξηροβατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a category of animal husbandry</Indic><Tr>concerned with animals that walk on land</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξηροβατικός'}