Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξενύδριον
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξέσσα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηροβατικός
ξηρός
ξηρότης
ξηροτροφικός
ξιπομάκαιρα
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
View word page
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφέωcontr.vbἀλοιφή app.rub oneself dry with oilAeschin.law Plu.

ShortDef

to rub dry with oil

Debugging

Headword:
ξηραλοιφέω
Headword (normalized):
ξηραλοιφέω
Headword (normalized/stripped):
ξηραλοιφεω
IDX:
41779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41780
Key:
ξηραλοιφέω

Data

{'headword_display': '<b>ξηραλοιφέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ξηραλοιφέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀλοιφή</Ref></Ety></vHG> <vS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>rub oneself dry with oil</Tr><Au>Aeschin.<LblR>law</LblR> Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ξηραλοιφέω'}