Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξενόστασις
ξενότῑμος
ξενοτροφέω
Ξενοφάνης
ξενοφονέω
ξενοφονίᾱ
ξενοφόνος
Ξενοφῶν
ξενύδριον
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξέσσα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηροβατικός
ξηρός
View word page
ξένωσις
ξένωσιςεωςfstrangeness of behaviouraberrationE.

ShortDef

a being abroad

Debugging

Headword:
ξένωσις
Headword (normalized):
ξένωσις
Headword (normalized/stripped):
ξενωσις
IDX:
41771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41772
Key:
ξένωσις

Data

{'headword_display': '<b>ξένωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξένωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>strangeness of behaviour</Def><Tr>aberration</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ξένωσις'}