Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξένος
ξένος
ξενόστασις
ξενότῑμος
ξενοτροφέω
Ξενοφάνης
ξενοφονέω
ξενοφονίᾱ
ξενοφόνος
Ξενοφῶν
ξενύδριον
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξέσσα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
View word page
ξενύδριον
ξενύδριονουnξένος2 guest-roomMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξενύδριον
Headword (normalized):
ξενύδριον
Headword (normalized/stripped):
ξενυδριον
IDX:
41769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41770
Key:
ξενύδριον

Data

{'headword_display': '<b>ξενύδριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξενύδριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ξένος<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>guest-room</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ξενύδριον'}