Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξενολόγος
ξενόομαι
ξενοπαθέω
ξένος
ξένος
ξενόστασις
ξενότῑμος
ξενοτροφέω
Ξενοφάνης
ξενοφονέω
ξενοφονίᾱ
ξενοφόνος
Ξενοφῶν
ξενύδριον
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξέσσα
ξέστης
ξεστός
View word page
ξενοφονίᾱ
ξενοφονίᾱᾱςf murder of strangersIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξενοφονίᾱ
Headword (normalized):
ξενοφονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ξενοφονια
IDX:
41766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41767
Key:
ξενοφονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ξενοφονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξενοφονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>murder of strangers</Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ξενοφονίᾱ'}