Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξενισμός
ξενῑτεύω
ξέννος
ξενοδαΐκτᾱς
ξενοδαίτᾱς
ξενοδαιτυμών
ξενοδοκέω
ξενοδοκίᾱ
ξενοδόκος
ξενόεις
ξενοκτονέω
ξενοκτονίᾱ
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολογίᾱ
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενόομαι
ξενοπαθέω
ξένος
ξένος
View word page
ξενοκτονέω
ξενοκτονέω
Ion.ξεινοκτονέω
contr.vbξενοκτόνος
kill visitorsguestsHdt. E.

ShortDef

to slay guests

Debugging

Headword:
ξενοκτονέω
Headword (normalized):
ξενοκτονέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοκτονεω
IDX:
41750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41751
Key:
ξενοκτονέω

Data

{'headword_display': '<b>ξενοκτονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ξενοκτονέω</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ξεινοκτονέω</FmHL></DL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ξενοκτόνος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>kill visitors<or/>guests</Tr><Au>Hdt. E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ξενοκτονέω'}