Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξένισις
ξενισμός
ξενῑτεύω
ξέννος
ξενοδαΐκτᾱς
ξενοδαίτᾱς
ξενοδαιτυμών
ξενοδοκέω
ξενοδοκίᾱ
ξενοδόκος
ξενόεις
ξενοκτονέω
ξενοκτονίᾱ
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολογίᾱ
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενόομαι
ξενοπαθέω
ξένος
View word page
ξενόεις
ξενόειςεσσα ενadjof the oracular throne of Apollofrequented by visitorsE.

ShortDef

full of strangers

Debugging

Headword:
ξενόεις
Headword (normalized):
ξενόεις
Headword (normalized/stripped):
ξενοεις
IDX:
41749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41750
Key:
ξενόεις

Data

{'headword_display': '<b>ξενόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξενόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the oracular throne of Apollo</Indic><Tr>frequented by visitors</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξενόεις'}