Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενῑτεύω
ξέννος
ξενοδαΐκτᾱς
ξενοδαίτᾱς
ξενοδαιτυμών
ξενοδοκέω
ξενοδοκίᾱ
ξενοδόκος
ξενόεις
ξενοκτονέω
ξενοκτονίᾱ
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολογίᾱ
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενόομαι
ξενοπαθέω
View word page
ξενο-δόκος
ξενο-δόκος
Ion.ξεινοδόκος
ουmδέχομαι
one who welcomes guestshostHom. Hes. Simon. Call. Theoc.

ShortDef

one who receives strangers, a host

Debugging

Headword:
ξενοδόκος
Headword (normalized):
ξενοδόκος
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοκος
IDX:
41748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41749
Key:
ξενοδόκος

Data

{'headword_display': '<b>ξενο-δόκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξενο-δόκος</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ξεινοδόκος</FmHL></DL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who welcomes guests</Def><Tr>host</Tr><Au>Hom. Hes. Simon. Call. Theoc. </Au></nS1></NE>', 'key': 'ξενοδόκος'}