Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενῑτεύω
ξέννος
ξενοδαΐκτᾱς
ξενοδαίτᾱς
ξενοδαιτυμών
ξενοδοκέω
ξενοδοκίᾱ
ξενοδόκος
ξενόεις
ξενοκτονέω
ξενοκτονίᾱ
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολογίᾱ
ξενολόγιον
ξενολόγος
View word page
ξενοδοκέω
ξενοδοκέω
Ion.ξεινοδοκέω
contr.vbξενοδόκος
welcome guests, act as hostE. Pl.tr.welcome with hospitalityall menHdt.

ShortDef

to entertain guests

Debugging

Headword:
ξενοδοκέω
Headword (normalized):
ξενοδοκέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοκεω
IDX:
41746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41747
Key:
ξενοδοκέω

Data

{'headword_display': '<b>ξενοδοκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ξενοδοκέω</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ξεινοδοκέω</FmHL></DL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ξενοδόκος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>welcome guests, act as host</Tr><Au>E. Pl.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>welcome with hospitality</Tr><Obj>all men<Au>Hdt.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ξενοδοκέω'}