Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ξάντριαι
ξειν-
ξείνᾱ
ξεινήιον
ξεινοσύνη
ξενᾱγέται
ξενᾱγέω
ξενᾱγός
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξένη
ξενηλασίᾱ
ξενηλατέω
ξενίᾱ
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενῑτεύω
ξέννος
View word page
ξένη
ξένηfsee underξένος2

ShortDef

a female guest: a foreign woman

Debugging

Headword:
ξένη
Headword (normalized):
ξένη
Headword (normalized/stripped):
ξενη
IDX:
41732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41733
Key:
ξένη

Data

{'headword_display': '<b>ξένη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ξένη</HL><PS>f</PS></HG><XR>see under<Ref>ξένος<Hm>2</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'ξένη'}