Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξαντικός
Ξάντριαι
ξειν-
ξείνᾱ
ξεινήιον
ξεινοσύνη
ξενᾱγέται
ξενᾱγέω
ξενᾱγός
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξένη
ξενηλασίᾱ
ξενηλατέω
ξενίᾱ
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενῑτεύω
View word page
ξεν-αρκής
ξεν-αρκήςέςadjἀρκέω of justiceprotecting guestsPi.

ShortDef

aiding strangers

Debugging

Headword:
ξεναρκής
Headword (normalized):
ξεναρκής
Headword (normalized/stripped):
ξεναρκης
IDX:
41731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41732
Key:
ξεναρκής

Data

{'headword_display': '<b>ξεν-αρκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ξεν-αρκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀρκέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of justice</Indic><Tr>protecting guests</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ξεναρκής'}