Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ξανθίζω
Ξάνθιος
ξανθοδερκής
ξανθόθριξ
ξανθοκόμης
ξανθός
Ξάνθος
Ξάνθος
Ξάνθος
ξανθόχροος
ξάντης
ξαντικός
Ξάντριαι
ξειν-
ξείνᾱ
ξεινήιον
ξεινοσύνη
ξενᾱγέται
ξενᾱγέω
ξενᾱγός
ξεναπάτης
View word page
ξάντης
ξάντηςουmξαίνω one who cards woolwool-carderPl.

ShortDef

wool-carder

Debugging

Headword:
ξάντης
Headword (normalized):
ξάντης
Headword (normalized/stripped):
ξαντης
IDX:
41720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41721
Key:
ξάντης

Data

{'headword_display': '<b>ξάντης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ξάντης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ξαίνω</Ref></Ety> </HG> <nS1><Def>one who cards wool</Def><Tr>wool-carder</Tr><Au>Pl.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ξάντης'}