Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνοος
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψιτέχνᾱς
ὑψιφανής
ὑψίφρων
View word page
ὑψι-πέτηλος
ὑψιπέτηλοςονep.adjπέταλον of a treetall and leafyHom.

ShortDef

with high foliage, towering

Debugging

Headword:
ὑψιπέτηλος
Headword (normalized):
ὑψιπέτηλος
Headword (normalized/stripped):
υψιπετηλος
IDX:
41686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41687
Key:
ὑψιπέτηλος

Data

{'headword_display': '<b>ὑψι-πέτηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑψι<hyph/>πέτηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>πέταλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tree</Indic><Tr>tall and leafy</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑψιπέτηλος'}