Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑψικόμπως
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνοος
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψιτέχνᾱς
ὑψιφανής
View word page
ὑψι-πετήεις
ὑψιπετήειςεσσα ενadjπέτομαιof an eaglehigh-flying, soaringHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑψιπετήεις
Headword (normalized):
ὑψιπετήεις
Headword (normalized/stripped):
υψιπετηεις
IDX:
41685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41686
Key:
ὑψιπετήεις

Data

{'headword_display': '<b>ὑψι-πετήεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑψι<hyph/>πετήεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέτομαι</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of an eagle</Indic><Tr>high-flying, soaring</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑψιπετήεις'}