Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψικόμπως
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνοος
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
View word page
ὑψί-νοος
ὑψίνοοςονadjνόος of violencearrogantB.

ShortDef

arrogant

Debugging

Headword:
ὑψίνοος
Headword (normalized):
ὑψίνοος
Headword (normalized/stripped):
υψινοος
IDX:
41683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41684
Key:
ὑψίνοος

Data

{'headword_display': '<b>ὑψί-νοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑψί<hyph/>νοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of violence</Indic><Tr>arrogant</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑψίνοος'}