Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψικόμπως
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνοος
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπυλος
View word page
ὑψι-μέλαθρος
ὑψιμέλαθροςονadjμέλαθρον of a cow-shedhigh-roofedhHom.

ShortDef

high-built

Debugging

Headword:
ὑψιμέλαθρος
Headword (normalized):
ὑψιμέλαθρος
Headword (normalized/stripped):
υψιμελαθρος
IDX:
41681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41682
Key:
ὑψιμέλαθρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑψι-μέλαθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑψι<hyph/>μέλαθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέλαθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cow-shed</Indic><Tr>high-roofed</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑψιμέλαθρος'}