Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψικόμπως
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνοος
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
View word page
ὑψί-κρημνος
ὑψίκρημνοςονadjκρημνός of a cityhigh on a cliffA.

ShortDef

with high crags

Debugging

Headword:
ὑψίκρημνος
Headword (normalized):
ὑψίκρημνος
Headword (normalized/stripped):
υψικρημνος
IDX:
41676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41677
Key:
ὑψίκρημνος

Data

{'headword_display': '<b>ὑψί-κρημνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑψί<hyph/>κρημνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρημνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a city</Indic><Tr>high on a cliff</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑψίκρημνος'}