Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψικόμπως
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνοος
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
View word page
ὑψικόμπως
ὑψικόμπωςadvκόμπος in a proudly boastful mannerS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑψικόμπως
Headword (normalized):
ὑψικόμπως
Headword (normalized/stripped):
υψικομπως
IDX:
41675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41676
Key:
ὑψικόμπως

Data

{'headword_display': '<b>ὑψικόμπως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὑψικόμπως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>κόμπος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in a proudly boastful manner</Tr><Au>S.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ὑψικόμπως'}