Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑψηλολογέομαι
ὑψηλόνους
ὑψηλός
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψικόμπως
ὑψίκρημνος
View word page
ὑψι-γέννητος
ὑψιγέννητοςονadjγεννητός of an olive branchtall-grownA.

ShortDef

born on high

Debugging

Headword:
ὑψιγέννητος
Headword (normalized):
ὑψιγέννητος
Headword (normalized/stripped):
υψιγεννητος
IDX:
41666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41667
Key:
ὑψιγέννητος

Data

{'headword_display': '<b>ὑψι-γέννητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑψι<hyph/>γέννητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γεννητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an olive branch</Indic><Tr>tall-grown</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑψιγέννητος'}