Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑψαυχενίᾱ
ὑψαύχην
ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλόνους
ὑψηλός
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίζυγος
View word page
ὑψηρεφής
ὑψηρεφήςep.adjseeὑψερεφής

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑψηρεφής
Headword (normalized):
ὑψηρεφής
Headword (normalized/stripped):
υψηρεφης
IDX:
41660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41661
Key:
ὑψηρεφής

Data

{'headword_display': '<b>ὑψηρεφής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑψηρεφής</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑψερεφής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑψηρεφής'}