Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὕφος
ὑφόωσι
ὕφυδρος
ὑψαγόρης
ὑψαυχενίᾱ
ὑψαύχην
ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλόνους
ὑψηλός
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
View word page
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογέομαιmid.contr.vbλόγος speak in a lofty stylePl.

ShortDef

to talk high, speak proudly

Debugging

Headword:
ὑψηλολογέομαι
Headword (normalized):
ὑψηλολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
υψηλολογεομαι
IDX:
41656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41657
Key:
ὑψηλολογέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑψηλολογέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑψηλολογέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>speak in a lofty style</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑψηλολογέομαι'}