Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφειμένως
ὑφείρω
ὑφείς
ὑφεκτέον
ὑφέλκω
ὑφέξω
ὑφέρπω
ὕφεσις
ὑφή
ὑφηγέομαι
ὑφήγησις
View word page
ὑφειμένως
ὑφειμένωςpf.mid.ptcpl.advsee underὑφίημι

ShortDef

remissly, less violently

Debugging

Headword:
ὑφειμένως
Headword (normalized):
ὑφειμένως
Headword (normalized/stripped):
υφειμενως
IDX:
41622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41623
Key:
ὑφειμένως

Data

{'headword_display': '<b>ὑφειμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑφειμένως</HL><PS>pf.mid.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ὑφίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑφειμένως'}