Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφειμένως
ὑφείρω
ὑφείς
View word page
ὑφάντης
ὑφάντηςουm weaverPl. Arist. Plu.

ShortDef

a weaver

Debugging

Headword:
ὑφάντης
Headword (normalized):
ὑφάντης
Headword (normalized/stripped):
υφαντης
IDX:
41614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41615
Key:
ὑφάντης

Data

{'headword_display': '<b>ὑφάντης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑφάντης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>weaver</Tr><Au>Pl. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑφάντης'}